- προίκω
- προί̱κω , πρό-ἵκωcomepres subj act 1st sgπροί̱κω , πρό-ἵκωcomepres ind act 1st sgπροίκω , πρό-ἱκνέομαιcomeaor subj act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προΐκω — Μ προϊκνοῡμαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἵκω «έρχομαι, φθάνω»] … Dictionary of Greek
ίκω — ἵκω (Α) έρχομαι, φθάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Στη λεξιλογική ομάδα τού ἵκω ορισμένοι τ. εμφανίζουν βραχύ ἵ (πρβλ. ικάνω, ικνούμαι), ενώ άλλοι τ. μακρό ῑ (πρβλ. ίκω, ίγμαι). Είναι δυνατόν, λοιπόν, η οικογένεια τού ρ. ἵκω να ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα… … Dictionary of Greek